- ιδιότροπος
- -η, -ο (ΑΜ ἰδιότροπος, -ον)1. αυτός που ζει, σκέπτεται και ενεργεί διαφορετικά από τους άλλους, ο ιδιόρρυθμος (α. «ιδιότροπος άνθρωπος» β. «ἰδιότροπος φύσις», Διόδ.)2. ο ασυνήθιστος («ιδιότροπο χτένισμα»)νεοελλ.δύστροπος, κακότροπος, στρυφνός.επίρρ...ιδιοτρόπως και ιδιότροπαμε ιδιόρρυθμο τρόπο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο-* + -τροπος (< τρόπος), πρβλ. επί-τροπος, κακό-τροπος. Η λ. με σημ. «ιδιόρρυθμος, ασυνήθιστος» κατέληξε στη Νέα Ελληνική να χρησιμοποιείται και ως κακόσημη, προφανώς διότι αυτός που διαφέρει από τους άλλους παρουσιάζει στοιχεία αντικοινωνικότητας και επομένως αρνητικά].
Dictionary of Greek. 2013.